- αιματοστάτης
- ή αιμοστάτης και ματοστάτης, οαιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία τού αιματίτη).[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, -ατος + -στάτης < ρ. στέκω.ΠΑΡ. αιματοστάτι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιματοστάτης — ο πολύτιμος λίθος για τον οποίο υπάρχει η αντίληψη ότι έχει την ιδιότητα να σταματά την αιμορραγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματοστάτι — το [αιματοστάτης] 1. ο αιματοστάτης* 2. δαχτυλίδι με πέτρα αιματοστάτη … Dictionary of Greek
αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… … Dictionary of Greek
αιματόπετρα — η ο αιματοστάτης* … Dictionary of Greek
matostat — MATOSTÁT, matostate, s.n. Piatră semipreţioasă de culoare verde. [pl. şi: (înv.) matostaturi] – Din ngr. matostátis. Trimis de claudia, 08.10.2003. Sursa: DEX 98 matostát s. n., pl. matostáte Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar orto … Dicționar Român